δραστηριοποιώ

δραστηριοποιώ
abusivement

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • δραστηριοποιώ — δραστηριοποιώ, δραστηριοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενεργοποιώ — 1. καθιστώ κάτι ενεργό, βγάζω κάτι από την κατάσταση τής αδράνειας ή τής ηρεμίας, δραστηριοποιώ 2. μτφ. κινητοποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”